κατάκριτος

κατάκριτος
κατά-κρῐτος, ον,
A condemned, sentenced,

κ. γενόμενος ἐπί τινι D.S.33.2

, cf. Plu.2.188b; θανάτου to death, Luc.Am. 52, cf. 23, 36;

ἡ κ. γενεά Ph.2.411

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατάκριτος — condemned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκριτος — η, ο (AM κατάκριτος, ον) [κατακρίνω] 1. αυτός που έχει κατηγορηθεί, αυτός που έχει κατακριθεί («κατάκριτος ἐν τῇ πατρίδι γενόμενος ἐπὶ τῷ τεταπεινωκέναι τὴν ἀρχήν», Διόδ.) 2. αυτός εις βάρος τού οποίου έχει επιβληθεί καταδίκη νεοελλ. ο… …   Dictionary of Greek

  • κατάκριτον — κατάκριτος condemned masc/fem acc sg κατάκριτος condemned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακριτώτερος — κατάκριτος condemned masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίτοις — κατάκριτος condemned masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίτου — κατάκριτος condemned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίτους — κατάκριτος condemned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίτων — κατάκριτος condemned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίτῳ — κατάκριτος condemned masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκριτα — κατάκριτος condemned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκριτε — κατάκριτος condemned masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”